περιμέτρῳ

περιμέτρῳ
περίμετρον
circumference
neut dat sg
περίμετρος
very large
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιμετρώ — έω, Α καταμετρώ κάτι ολόγυρα, μετρώ την περίμετρο («τὸν ἥλιον περιεμέτρουν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • περιμέτρωι — περιμέτρῳ , περίμετρον circumference neut dat sg περιμέτρῳ , περίμετρος very large masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπεριμέτρητος — ἰσοπεριμέτρητος, ον (Α) ἰσοπερίμετρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + περιμετρῶ] …   Dictionary of Greek

  • περιμέτρηση — η / περιμέτρησις, ήσεως, ΝΑ [περιμετρώ] νεοελλ. η περιμετρία αρχ. το να μετράει κανείς την περιφέρεια κυκλικού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”